- κατάκλησις
- κατάκλησις, ἡ (AM) [κατακαλώ]μσν.ομορφιά, γοητείααρχ.1. ονομαστική κλήση2. η κατακλησία*3. η επίκληση τών θεών4. η ανάκληση, η ικεσία5. η επωδή*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάκλησις — summoning by name fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλήσει — κατάκλησις summoning by name fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατακλήσεϊ , κατάκλησις summoning by name fem dat sg (epic) κατάκλησις summoning by name fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλήσεις — κατάκλησις summoning by name fem nom/voc pl (attic epic) κατάκλησις summoning by name fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλήσεσι — κατάκλησις summoning by name fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλήσεσιν — κατάκλησις summoning by name fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκλησιν — κατάκλησις summoning by name fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλησία — Η έκτακτη σύνοδος της Εκκλησίας του Δήμου στην αρχαία Αθήνα, η οποία συνερχόταν επειγόντως για την επίλυση σημαντικών θεμάτων. Σε αυτή έπαιρναν μέρος οι κάτοικοι των δήμων όχι μόνο της πρωτεύουσας αλλά και της υπαίθρου, γι’ αυτό ονομαζόταν κατά… … Dictionary of Greek
κατακλήσεως — κατακλήσεω̆ς , κατάκλησις summoning by name fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)